ανείκαστος

ανείκαστος
η , ο [ος , ον ]
1) непредвиденный, неожиданный; 2) непостижимый, загадочный

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "ανείκαστος" в других словарях:

  • ἀνείκαστος — unattainable by conjecture masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ανείκαστος — η, ο (AM ἀνείκαστος, ον) [εικάζω] νεοελλ. 1. ανεπάντεχος 2. ανεξιχνίαστος αρχ. 1. αυτός που ξεπερνά κάθε εικασία, υπερβολικός 2. ακατάληπτος, ακαταμέτρητος …   Dictionary of Greek

  • ἀνείκαστον — ἀνείκαστος unattainable by conjecture masc/fem acc sg ἀνείκαστος unattainable by conjecture neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνεικάστοις — ἀνείκαστος unattainable by conjecture masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνεικάστου — ἀνείκαστος unattainable by conjecture masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνεικάστους — ἀνείκαστος unattainable by conjecture masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνεικάστων — ἀνείκαστος unattainable by conjecture masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνεικάστῳ — ἀνείκαστος unattainable by conjecture masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνείκαστα — ἀνείκαστος unattainable by conjecture neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνείκαστοι — ἀνείκαστος unattainable by conjecture masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ατόπαστος — ἀτόπαστος, ον (Α) [τοπάζω] ανείκαστος, αφάνταστος …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»